μαργέλι

μαργέλι
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ., 116 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται 42 χλμ. ΒΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παπαφλέσσα.
* * *
και μαργέλλι, το
1. (για πηγάδι) κράσπεδο, χείλος
2. ραμμένη αναδίπλωση ενδύματος, στρίφωμα, ρέλιασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. μαργέλλιον < μάργελλον < λατ. margellum, υποκορ. τού margo «κράσπεδο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μαργελώνω — και μαργελλώνω (Μ μαργελώνω) φτειάχνω μαργέλι στην άκρη ενός πράγματος ή ρούχου, σχηματίζω αναδίπλωση στο άκρο φορέματος, στριφώνω, ρελιάζω («μαργελώνω το φόρεμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μάργελ(λ)ον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”